- ραδιοδέκτης
- ο, Ν(ραδιοηλ.)1. τηλεπικοινωνιακός δέκτης χρησιμοποιούμενος στις ραδιοεπικοινωνίες2. δέκτης ραδιοφώνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α' και απόδοση ως προς το β' συνθ. λ., πρβλ. αγγλ. radio receiver (βλ. λ. ραδιόφωνο / ράδιο)].
Dictionary of Greek. 2013.