ραδιοδέκτης

ραδιοδέκτης
ο, Ν
(ραδιοηλ.)
1. τηλεπικοινωνιακός δέκτης χρησιμοποιούμενος στις ραδιοεπικοινωνίες
2. δέκτης ραδιοφώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α' και απόδοση ως προς το β' συνθ. λ., πρβλ. αγγλ. radio receiver (βλ. λ. ραδιόφωνο / ράδιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • δέκτης — I (Ανατ.). Νευρικό κύτταρο που αντιδρά σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, παράγοντας νευρικά ερεθίσματα. Δ. αποκαλείται και μία περιοχή στην επιφάνεια ενός κυττάρου, στην οποία πρέπει να συνδεθεί μία χημική ουσία του σώματος για να εκδηλωθεί το ειδικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”